- καταγγέλλει
- καταγγέλλωannouncepres ind mp 2nd sgκαταγγέλλωannouncepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μίλερ, Άρθουρ — (Arthur Miller, Νέα Υόρκη 1915 –). Αμερικανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Αφού αποφοίτησε το 1938 από τη φιλολογική σχολή του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, ο Μ. έγραψε κομμάτια για το ραδιόφωνο, το 1944 έγραψε μια σύντομη ιστορία του … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
εμφανιστής — ο (Α ἐμφανιστής) νεοελλ. χημικό παρασκεύασμα με το οποίο γίνεται η εμφάνιση φωτογραφικών πλακών αρχ. κατήγορος, αυτός που φανερώνει, αποκαλύπτει, καταγγέλλει κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek
κατήγορος — ο (AM κατήγορος) 1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος … Dictionary of Greek
καταμηνυτής — ο, θηλ. καταμηνύτρια και καταμηνύτρα (Α καταμηνυτής) αυτός που καταμηνεύει, που καταγγέλλει κάποιον, κατήγορος, μηνυτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταμηνύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς κώδικες] … Dictionary of Greek
μαντατευτής — ο, θηλ. μαντατεύτρια (Μ μαντατευτής) [μαντατεύω] νεοελλ. αυτός που καταγγέλλει κάποιον σε προϊστάμενο του, καταδότης, μαρτυριάρης μσν. αυτός που μεταφέρει μήνυμα, αγγελιαφόρος … Dictionary of Greek
μηνυτήριος — α, ο αυτός που περιέχει μήνυση ή αυτός που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη στις αρμόδιες αρχές («μηνυτήρια αναφορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνυτήρ. Η λ. στον πληθ. ουδ. μηνυτήρια, μαρτυρείται από το 1856 στον Ερμ. Λούντζη] … Dictionary of Greek
μηνυτής — ο,θηλ. και μηνύτρια (ΑΜ μηνυτής και δωρ. τ. μανυτάς, θηλ. μηνύτρια) [μηνύω] αυτός που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη ή αυτός που υποβάλλει μήνυση νεοελλ. μσν. 1. αυτός που φέρνει μήνυμα, αγγελιαφόρος, απεσταλμένος 2. αυτός που δίνει πληροφορίες αρχ … Dictionary of Greek
στηλιτευτικός — ή, όν, ΜΑ [στηλιτεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στηλίτευση 2. αυτός που στηλιτεύει, που καταγγέλλει και κατακρίνει κάποιον με εξαιρετικά αυστηρό τρόπο («στηλιτευτικαῑς ἐπιστολαῑς», Βασ.) … Dictionary of Greek
Άγνι — Θεότητα της βεδικής θρησκείας, προσωποποίηση της φωτιάς σε κάθε εκδήλωσή της (φωτιάς του βωμού, αστραπής, κεραυνού κλπ.). Επειδή η φωτιά είναι ορατή από τους ανθρώπους, ο Ά. θεωρήθηκε ότι μεταφέρει τα μηνύματα των ανθρώπων προς τους θεούς. Οι… … Dictionary of Greek